ἀνέτρεψεν

ἀνέτρεψεν
ἀνατρέπω
overturn
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δυσθετώ — δυσθετῶ ( έω) (Α) 1. είμαι δυσαρεστημένος για κάτι 2. βρίσκομαι σε στενόχωρη κατάσταση 3. δυσαρεστούμαι, δυσανασχετώ («ὑπὸ τοῡ ἐκπεπλῆχθαί τε καὶ τῇ τύχῃ ὀργίζεσθαι δυσθετούμενος ἀνέτρεψεν», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • Μεταξάς, Ιωάννης — (Ιθάκη 1871 – Αθήνα 1941). Στρατιωτικός και πολιτικός. Σπούδασε στην ελληνική Σχολή Ευελπίδων και στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, ενώ συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στους Βαλκανικούς του 1912 13 ως αξιωματικός του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”